αστράχα
Смотреть что такое "αστράχα" в других словарях:
οστρέχα — και αστράχα και αστρέχα, η 1. κενό διάστημα μεταξύ τής στέγης και τής κορυφής τού τοίχου ενός κτηρίου 2. η άκρη τής στέγης η οποία εξέχει από τον τοίχο, το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οστρέχα < αρχ. ὄστρακον, ενώ κατ άλλους από σλαβ. streha. Οι τ.… … Dictionary of Greek
αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία … Dictionary of Greek