αστράχα

αστράχα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αστράχα" в других словарях:

  • οστρέχα — και αστράχα και αστρέχα, η 1. κενό διάστημα μεταξύ τής στέγης και τής κορυφής τού τοίχου ενός κτηρίου 2. η άκρη τής στέγης η οποία εξέχει από τον τοίχο, το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οστρέχα < αρχ. ὄστρακον, ενώ κατ άλλους από σλαβ. streha. Οι τ.… …   Dictionary of Greek

  • αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»